Στην Κύπρο εφαρμόζουμε στον τομέα Δημόσιου Δικαίου το Ηπειρωτικό Δίκαιο.
Για υποθέσεις Συνταγματικού Δικαίου αντλούμε πηγές από Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες ως επίσης και από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρωτίστως όμως εφαρμόζουμε τις αρχές του Ηπειρωτικού Δικαίου. Το ίδιο και στο Διοικητικό Δίκαιο το οποίο εξελίχθηκε στη βάση του Ελληνικού Διοικητικού Δικαίου.
Έχω την πεποίθηση ότι οι συντάκτες του Συντάγματος είχαν κατά νουν την εξέλιξη αυτή και είναι για αυτό που προνόησαν για δύο δικαστήρια, δηλαδή για το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και για το Ανώτατο Δικαστήριο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εφήρμοσαν πρότυπα της Ελλάδας, βλέπε Συμβούλιο Επικρατείας και Άρειος Πάγος, της Γαλλίας βλέπε Conseil d’État και Cour de Cassasion
Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι το Αγγλικο πρότυπο του ενιαίου Supreme Court εφαρμόζεται και στο δικό μας συστημα όπου εφαρμόζουμε Ηπειρωτικό Δημόσιο Δίκαιο. Η λύση του ενιαίου Ανωτατου Δικαστηριου ήταν λύση έκτακτης ανάγκης. Στην Ηπειρωτική Ευρώπη ο διαχωρισμός εξακολουθεί να εφαρμόζεται με απόλυτη επιτυχία.
Οι δικαστές του Δημοσίου Δικαίου είναι εξειδικευμένοι στο Συνταγματικό και Διοικητικό Δίκαιο το οποίo προϋποθέτει, σε αντίθεση με τους γνώστες του Aγγλοσαξωνικού Δικαίου, στέρεα βάση στην ακαδημαϊκή θεώρηση του θέματος και είναι για αυτό εξάλλου που σε Ανώτατα Συνταγματικά Δικαστήρια στην Ευρώπη συμμετέχουν πανεπιστημιακοί, ακαδημαϊκοί και συγγραφείς που ασχολήθηκαν κατ’ αποκλειστικότητα με το Δημόσιο Δίκαιο.
Στην Κύπρο οι δικαστές, οι οποίοι διορίζονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως είναι τα πράγματα σήμερα, έχουν ελάχιστη ή και καθόλου εξειδικευμένη γνώση στον τομέα του Δημοσίου Δικαίου και ανύπαρκτη σχεδόν πρακτική εξάσκηση
Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης εισηγήθηκα, αλλά δυστυχώς δεν έγινε δεκτό, να θεωρηθεί ότι, στην άσκηση της δικηγορίας να συμπεριλαμβάνεται και η πανεπιστημιακή και ακαδημαϊκή πείρα και θέση στην βαθμίδα τουλάχιστον του Αναπληρωτή Καθηγητή ή και Καθηγητή σαν προσόν 12δεκαετους δικηγοριας για διορισμό.
Στην φιλοσοφία και καρδιά της μεταρρύθμισης είναι η εξειδίκευση. Για αυτό επέμενα τόσο στα προσόντα διορισμού στις θέσεις εφετών αλλά και στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και Ανώτατο Δικαστήριο να γίνεται πρόνοια ότι θα πρέπει να κατέχουν την απαραίτητη θεωρητική και ή πρακτική πείρα στον τομέα του Τμήματος τους ή του Δικαστηρίου. Ακόμα και σε αυτό τον τομέα υπήρξε επέμβαση στις προτάσεις του ΠΔΣ και εμού. Θεωρώ ότι οι πρόνοιες του νομοσχεδίου είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Εξειδίκευση σημαίνει ταχύτητα και ποιότητα. Δεν είναι δυνατόν τον 21ο αιώνα ο κύπριος δικαστής να εξακολουθεί να είναι jack of all trades. Συνεπώς είναι απαραίτητο να υπάρξει ο διαχωρισμός και η εξειδίκευση.
Πέραν τούτου, ο ρόλος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στο δικό μας πλαίσιο, είναι καθοριστικός στην ομαλή λειτουργία του Συντάγματος και ο συγκεντρωτισμός όλων των εξουσιών της δικαστικής εξουσίας σε ένα ενιαίο δικαστήριο απεδείχθη προβληματικός εκ του αποτελέσματος .
Η περιορισμένη επαναφορα του άρθρου 144 του Συντάγματος κρίνεται αναγκαία, με δεδομένες τις καθυστερήσεις για λήψη αποφάσεων για επείγοντα συνταγματικά θέματα. Στη Γερμανία να υπενθυμίσω, υπάρχει ο θεσμός της συνταγματικής προσφυγής όπου ένας πολίτης μπορεί να προσφυγεί απευθείας στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και να αποφασισθεί άμεσα π.χ. η συνταγματικότητα διαταγμάτων για την λοίμωξη. Εδώ στην Κύπρο το θέμα θα αποφασισθεί από το Ανώτατο πιθανόν μετά την λήξη της πανδημίας και μετά την πάροδο πολλών ετών. Άκρως αναχρονιστικό σύστημα που δεν περιποιεί τιμή στο Κράτος Δικαίου.
Ο διαχωρισμός της Ανωτάτης Βαθμίδας της Δικαιοσύνης επαναφέρει τα απαραίτητα checks and balances, υγιές και απαραίτητο στοιχείο σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα. Κλασικό παράδειγμα μας προσφέρει η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι είναι ο απόλυτος κριτής για τα θέματα της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, σε βαθμό μάλιστα που μπορεί να ρυθμίζει και να επιβάλλει στον πολίτη την προσφυγή στην δικαιοσύνη με δικονομικούς θεσμούς μόνο ηλεκτρονικά, θέμα το οποίο κατά τη γνώμη μου επηρεάζει την ελευθέρα πρόσβαση στην δικαιοσύνη. Η πρόταση νόμου έγινε ακριβώς για να αποφευχθεί αυτή η παραβίαση ενός σημαντικού ατομικού δικαιώματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι ο αποκλειστικός ρυθμιστής και αυτού του θέματος αφού το ενέταξε στο πεδίο της δικονομίας. Προσέθεσε όμως ότι, εάν ο δικονομικός αυτός θεσμός ή και άλλοι προσκρούουν στο Σύνταγμα τούτο θα επιλυθεί από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο σε κατάλληλη διαδικασία!!! Δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο νομοθετεί και το ίδιο αποφασίζει για την συνταγματικότητα του και τούτο δεν προσκρούει σε διάκριση των εξουσιών του Μοντεσκιέ του 19ου αιώνα στο Esprit de Lois!
Πως θα ελέγχεται ο διορισμός και οι προαγωγές των δικαστών και από ποιον εάν δεν υπάρχει Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για να πράττει τούτο; Διαδικασία βεβαίως η οποία, κάτω από το ενιαίο δικαστήριο, πρακτικά είναι ανύπαρκτη. Και ποιος θα ελέγχει την συμπεριφορά δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου αν δεν υπάρχει δυνατότητα να το πράττει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και αντιστοίχως τη συμπεριφορά δικαστών Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου από το Ανώτατο Δικαστήριο;
Ως έχουν τα πράγματα σήμερα, η συμπεριφορά δικαστών Ανωτάτου παραμένει ανεξέλεγκτη και είναι για αυτό εξάλλου που στα 60 σχεδόν χρόνια λειτουργίας του δεν είχαμε αποτελεσματικό έλεγχο δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η νομοθετική εξουσία ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο ως επίσης και από τον πολίτη μέσω της ψήφου του. Το ίδιο και η εκτελεστική εξουσία. Η μόνη ανεξέλεγκτη εξουσία είναι η δικαστική. Συνεπώς, ο διαχωρισμός είναι προς την ορθή κατεύθυνση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγήθηκε ακόμα και τη κατάργηση του δικαιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί τούτο δεν συνάδει με της Αρχές του Κράτους Δικαίου. Η δημιουργία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου είναι προς την ορθή κατεύθυνση και ενσχύει την φαρέτρα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα επιχειρήματά της κατά της κατάργησης του συνταγματικού αυτού θεσμού.
Υπό τας περιστάσεις, δεν μπορεί να γίνεται cherry picking όπως είναι η εισήγησή κάποιων.. Ούτε και ο ΠΔΣ συναινεί σε κάτι τέτοιο. Σε συνεννόηση με το Ανώτατο Δικαστήριο έχει γίνει ένας λογικός καταμερισμός διαπεραίωσης των καθυστερημένων εφέσεων και αναμένεται ότι οι 32 νέοι δικαστές θα μπορέσουν τις 5.000 καθυστερημένες εφέσεις να τις διεκπεραιώσουν σε τρία περίπου χρόνια. Ο καταμερισμός έγινε με την εισήγηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δηλαδή καποιες υποθέσεις θα διεκπεραιωθούν από το Ανώτατο Συνταγματικό, καποιες από το Ανώτατο, καποθες από το Εφετείο. Η βαριά κληρονομιά των 5000 υποθέσεων backlog που αφήνει το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κληροδοτήθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στο Εφετείο για να μην καταρρεύσει τούτο.
Θεωρούμε ότι φτάσαμε στο τέλος του δρόμου και αν η μεταρρύθμιση σαν πακέτο όπως προτείνει η Κυβέρνηση, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Γενικός Εισαγγελέας, ο ΠΔΣ, και η συντριπτική πλειοψηφία των δικηγόρων δεν περάσει τώρα, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το σύστημα θα καταρρεύσει και οι συγκρούσεις αρμοδιοτήτων και συμφερόντων στην δικαστική εξουσία θα εντάθουν, ο δε πολίτης θα φτάσει στο ναδίρ της απαξίωσης του θεσμού της δικαιοσύνης.
Να υπενθυμίζω ότι ένας ικανός αριθμός δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πέντε σήμερα, ευνοούν τον διαχωρισμό των δύο δικαστηρίων. Εξάλλου, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι κατά πλειοψηφία εξέφρασε την άποψη υπέρ της διατήρησης του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά δεν υπάρχει συνταγματικό κώλυμα επί τούτου και το θέμα είναι θέμα της πολιτείας να αποφασίσει η οποία και αποφάσισε. Εναπομένει σε κάποιες πολιτικές δυνάμεις που εξέφρασαν προβληματισμό να επανεξετάσουν την θέση τους.
Θέματα συνταγματικότητας ηγέρθησαν με την συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα και του Προέδρου του ΠΔΣ στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Δεν θα αναπτύξω το θέμα γιατί δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου θέμα συνταγματικότητας στη σύντομη αυτή εισήγηση μου.
Σίγουρα δεν θα μπορούσε όλοι μας να έχουμε την ίδια άποψη. Θεωρώ τον διάλογο γόνιμο αλλά να υπενθυμίσω ότι μιλούμε για το θέμα αυτό για πάρα πολλά χρόνια και πιο έντονα από τον Μάϊο του 2019 όταν εγκρίθηκαν τα νομοσχέδια Νικολάου από το Υπουργικό Συμβούλιο και βρίσκονται ενώπιον της Βουλής για πέραν των δύο ετών σχεδόν.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν μπροστά με το πακέτο όπως έχει κατατεθεί, συζητηθεί κατ’ άρθρο με το Ανώτατο Δικαστήριο και όλους τους βουλευτές, μέλη της Επιτροπής Νομικών.
Η συζήτηση κατ’ άρθρο συμπληρώθηκε τον Απρίλιο του 2021, ενσωματώθηκαν οι εισηγήσεις των κομμάτων με κάποιες επιφυλάξεις για να τοποθετηθούν στην Ολομέλεια κατά την ψηφοφορία. Ο κος Τορναρίτης, Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών, δεσμεύτηκε εντός του Οκτωβρίου να θέσει το Νομοσχέδιο στην Ολομέλεια.